- τυροαπόθεσις
- -έσεως, ἡ, Μ1. αποχή από την κατανάλωση τυριού2. (ειδικά) η μετά την Κυριακή τής Τυροφάγου εβδομάδα, κατά την οποία οι Ορθόδοξοι άρχοντες δεν έτρωγαν τυρί.[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + ἀπόθεσις (< ἀποτίθημι)].
Dictionary of Greek. 2013.